- λῦμαρ
- λῦμαρ, τό, poet. for λῦμα, λύμη, Max.238.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύμαρ — λῡμαρ, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) λύμα*, λύμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος αρχαϊκός τ. τού λῦμα (I)] … Dictionary of Greek